- ὑπόσκαμβος
- ὑπόσκαμβος, ον,A somewhat crooked, Tz. ad Lyc.96.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπόσκαμβος — somewhat crooked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόσκαμβος — ον, ΜΑ λίγο λυγισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκαμβός «κυρτός, στραβός»] … Dictionary of Greek